«Η Παιδαγωγική Αξιοποίηση
του Παραμυθιού στην Προσχολική Αγωγή»
Τρίπολη 29 Μαρτίου 2017
Η εισηγήτρια κ. Τσούτσουβα Μαρία
Εισήγηση της κ. Τσούτσουβα
(ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΙΤΛΟ)
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΣΤΗΝ
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Δρ Τριανταφυλλιά Νικολούδη
Σχολική Σύμβουλος
7ης Περιφέρειας
Π.Α.
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη
τυλιγμένη…
Μια φορά κι έναν
καιρό, πριν από πολλά χρόνια, ήταν βαθιά
ριζωμένη μια λέξη που την έλεγαν παραμύθι.
Στα χρόνια του
Ομήρου, τη συναντάμε με το ρήμα «παραμυθέομαι», που σημαίνει συμβουλεύω
Αργότερα ,στα
κείμενα του Ηροδότου και του Πλάτωνα τη
συναντάμε με το ίδιο ρήμα, που έχει την έννοια του παρηγορώ
Με το πέρασμα του χρόνου, γενιές και γενιές σε όλα τα μέρη
της γης, άκουσαν ή διάβασαν παραμύθια. Μικροί και μεγάλοι μαγεύτηκαν από τον
κόσμο που απλωνόταν μέσα στα παραμύθια, είτε
αυτά ήταν με τη μορφή του λαϊκού παραμυθιού, βγαλμένα από την
προφορική παράδοση, είτε ήταν λόγια
, ως προϊόν της γραπτής λογοτεχνίας.
Κι επειδή, όσα μύθια, τόση αλήθεια, ας δούμε στην
πραγματικότητα, πού βοηθούν τα παραμύθια
Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Κατά τον 19ο και 20ο αιώνα εφαρμόστηκε η αξιολόγηση του
παραμυθιού ως παιδαγωγικό μέσο. Έτσι, η Παιδαγωγική σήμερα αναγνωρίζει
ανεπιφύλακτα το σπουδαίο παιδαγωγικό ρόλο του παραμυθιού και το θεωρεί βασικό
μέρος της προσχολικής και της πρώτης σχολικής εκπαιδευτικής διαδικασίας.
• Σύμφωνα με έρευνες που έκανε ο Piaget , το παραμύθι συμβάλλει στη νοητική
ανάπτυξη του παιδιού.
• Σύγχρονοι Παιδαγωγοί υποστηρίζουν ότι
το παραμύθι συντελεί στην κοινωνικοσυναισθηματική, στην αισθητική, κινητική
ανάπτυξη του παιδιού και γενικότερα στην ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού.
• Αυτό συνδυάζεται και με τη σχέση που
έχει το παραμύθι με τις μαθησιακές περιοχές.
Το παραμύθι μπορεί να προσφέρει τη χαρά που προσφέρει ένα
λογοτεχνικό είδος και ταυτόχρονα να λειτουργήσει ως μέσο διδασκαλίας.
Ως προς το Ανθρωπογενές Περιβάλλον
• Ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης- βελτίωση
της αυτοεικόνας
• Ενδυνάμωση της προσωπικότητας
• Συναισθηματική ασφάλεια
• Ικανοποίηση
• Ενσυναίσθηση
• Ψυχαγωγία
• Επικοινωνία
• Αλληλεπίδραση
• Συνεργασία
• Κοινωνικοποίηση
• Δημιουργία σχέσεων.
• Προσέγγιση και γνωριμία άλλων
πολιτισμών.
• Καλλιέργεια της αποδοχής και του σεβασμού της διαφορετικότητας, στήνοντας
γέφυρες μεταξύ λαών και πολιτισμών.
Ως προς την καλλιέργεια της γλώσσας
Παρέχει πολλές δυνατότητες:
§ Επεξεργασίας του γραπτού ή του προφορικού
λόγου.
§ Αναδιήγησης, αφήγησης, περιγραφής,
εξήγησης, ερμηνείας, επιχειρηματολογίας.
§ Εμπλουτισμού του προφορικού λόγου.
§ Καλλιέργειας δεξιοτήτων ακρόασης.
§ Αναγνώρισης βασικών εκδοχών του
γραπτού είδους
§ Αναγνώρισης βασικών χαρακτηριστικών
αφηγηματικού λόγου.
§ Αναγνώρισης διαλογικών και μη
διαλογικών τμημάτων του κειμένου.
§ Υιοθέτησης βασικών αρχών ανάγνωσης.
Ως προς τη Δημιουργία και Έκφραση
•
Καλλιεργείται η φαντασία και
•
Δημιουργικότητα των παιδιών.
•
Οι δραστηριότητες επέκτασης παρέχουν τη δυνατότητα
στα παιδιά να εκφραστούν εικαστικά (κολάζ, ζωγραφική, κ.ά.),μουσικά (
δημιουργία τραγουδιού), θεατρικά (δραματοποίηση, αναπαράσταση σκηνών),
κινητικά.
Ως προς τη Μελέτη Περιβάλλοντος
§ Διευρύνει
τη γνώση των παιδιών.
§ Δημιουργεί
κίνητρο για περαιτέρω διερεύνηση και αναζήτηση πληροφοριών.
§ Φέρνει
«έμμεσα» τα παιδιά σε επαφή με τη φύση.
§ Καλλιεργεί
την κριτική σκέψη.
§ Τοποθετεί
τα γεγονότα σε χρονική σειρά.
§ Προωθεί επίλυση καταστάσεων προβληματισμού.
§ Ανταποκρίνεται
στα ενδιαφέροντα των παιδιών.
Εξοικειώνει
τα παιδιά με σύγχρονα ζητήματα.
Στο Σύγχρονο παραμύθι…
…μπορεί να
άλλαξε η μορφή των ηρώων και τη θέση των μάγων να πήραν τα ρομπότ, όμως το «μια
φορά κι έναν καιρό» εξακολουθεί να ασκεί τη μαγική του δύναμη και να μεταφέρει
τα παιδιά σε κόσμους θαυμαστούς, ειρηνικούς και δίκαιους γεμίζοντας με
αισιοδοξία, χαρά και αγάπη την παιδική ψυχή.
Κι όπως
υπάρχει ακόμη το «Μια φορά κι έναν καιρό», υπάρχει και το «έζησαν αυτοί κι εμείς καλύτερα»
Χωρισμός σε ομάδες
Εργασία σε ομάδες
Παρουσίαση των ομάδων
Οι ιστορίες που δημιούργησαν οι ομάδες
1η Ιστορία
2η Ιστορία
Ο ΛΥΚΟΣ ΠΙΚΟΛΟ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΧΟΡΤΟΦΑΓΙΑΣ
Μια φορά κι όχι τον παλιό καιρό,
κάπου σε ένα δάσος κοντινό ζούσε ο λύκος Πίκολο, απόγονος του γνωστού λύκου από
τα 7 κατσικάκια. Μια μέρα ξεχωριστή για τον Πίκολο, ήταν αυτή των γενεθλίων του. Λίγες μέρες πριν από αυτά , πάντα
επέλεγε ένα εορταστικό γεύμα για να φάει.
Τον τελευταίο καιρό όμως ήταν λίγο
αναποφάσιστος και αυτό γιατί στριφογύριζε
στο μυαλό του μια επίμονη σκέψη που είχε
όλα τα χρόνια: να φάει τα 7 κατσικάκια που ξέφυγαν από τα δόντια του
προ-προ-προ πάππου του Βλαδίμηρου του Κατσικοφάγου.
Γνωρίζοντας όμως ότι τα κατσικάκια, και τα 7, ήταν
υποψιασμένα και ιδιαίτερα προσεκτικά με τα τεχνάσματα του προ-προ-προ πάππου
Βλαδίμηρου, ο Πίκολο θέλησε να κάνει μια βιβλιογραφική έρευνα προτού
καταστρώσει το σχέδιο του που θα του «έστρωνε» το εορταστικό του τραπέζι.
Επισκέφθηκε την βιβλιοθήκη του δάσους όπου βιβλιοθηκάριος
ήταν η Λίλη η καμηλοπάρδαλη. Ο Πίκολο ζήτησε από τη Λίλη το «Μέγα Εγχειρίδιο
του Κυνηγού Κατσικοφάγου». Η καμηλοπάρδαλη κατάλαβε τις προθέσεις του λύκου μιας
και η ίδια γνώριζε την ιστορία του προ-προ-προ πάππου του. Την είχε ακούσει από
τα 7 κατσικάκια-και από τα 7 μάλιστα- στη λέσχη χορτοφαγίας που σύχναζαν. Πήρε
την απόφαση, λοιπόν, να παραπλανήσει τον Πίκολο.
Αρχικά τον στέλνει στο ράφι με τους οδηγούς για τα όσπρια. Ο
λύκος διαβάζει όλα τα εγχειρίδια αλλά δεν βρίσκει αυτό που έψαχνε. Επιστρέφει
στην Λίλη την καμηλοπάρδαλη και της εκφράζει τα παράπονά του. Εκείνη δήθεν ότι
έκανε λάθος του ζητάει συγνώμη και τον παραπέμπει κατευθείαν στους οδηγούς με
τα φρούτα, διαβεβαιώνοντάς τον ότι εκεί θα έβρισκε αυτό που έψαχνε.
Ο λύκος εντυπωσιασμένος από όλα αυτά που διάβασε για τις ποικιλίες
και τις θρεπτικές ιδιότητες των φρούτων και των λαχανικών ρωτά τη Λίλη που θα
μπορούσε να τα βρει και να τα δοκιμάσει. Εκείνη τον προσκαλεί να επισκεφθεί τη
λέσχη χορτοφαγίας: «Τα Επτάψυχα Κατσικάκια». Ο Πίκολο στην αρχή διστάζει αλλά
εντυπωσιασμένος από όλα όσα έχει διαβάσει, δέχεται την πρόταση και αποφασίζει
μάλιστα να κάνει εκεί τα γενέθλιά του.
Το απόγευμα μια μεγάλη έκπληξη τον περίμενε. Τα 7 κατσικάκια
και τα υπόλοιπα μέλη της λέσχης του είχαν ετοιμάσει ένα χορτοφαγικό μενού. Ο
ίδιος εντυπωσιάστηκε πολύ και από εκείνο το απόγευμα του μπήκε η ιδέα να γίνει
χορτοφάγος.
Περνώντας ο καιρός απέκτησε και άλλες γνώσεις για τα φρούτα,
τα λαχανικά και τα όσπρια και σύντομα πήρε το πτυχίο του γεωπόνου.
Αναγνωρίζοντας το έργο του τα 7 κατσικάκια τον έκαναν επίτιμο πρόεδρο της
λέσχης τους.
3η Ιστορία
Μια παράξενη βόλτα!
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό
ζούσε μια μικρή, με έναν κόκκινο σκουφί.
Μια μέρα με ήλιο λαμπερό, Σάββατο ήταν θαρρώ,
ξεκινάει με χαρά, για να πάει στη γιαγιά.
Την συμβουλή της μαμάς δεν ακολουθεί
και μες το δάσος το πυκνό, στο τέλος θα χαθεί.
΄΄Ω τι συμφορά! Να πάω δεξιά ή αριστερά;
Καλύτερα να χτυπήσω
εδώ, στο σπιτάκι το μικρό!΄΄
Χτυπάει την πόρτα δυνατά, η πόρτα ανοίγει αργά αργά ….
3 γουρουνάκια βλέπει μέσα, που δεν έχουν καθόλου μπέσα!
Αντί να την καλωσορίσουν, μες στο καλάθι θα ορμήσουν!
Και όλα θα τα καταβροχθίσουν!
Κλαίγοντας γοερά, παίρνει πάλι το δρόμο για τη γιαγιά.
Είναι τόσο ταραγμένη, τι να κάνει η καημένη;
Μα, για την καλή της
τύχη, την μαμά κατσίκα θα πετύχει!
Από το σούπερ μάρκετ επιστρέφει, με καλούδια φορτωμένη,
το καλάθι της μικρούλας θα γεμίσει και τα δάκρυά της θα
σκουπίσει!
Είναι τέτοια η χαρά της, που δεν βλέπει τι γίνεται μπροστά
της!
Γάτος παπουτσωμένος την κοιτάζει, και στην άμαξα την ανεβάζει.
Στο σπίτι της γιαγιάς την οδηγεί, με την άμαξα την βασιλική.
Επιτέλους η μικρή, στην αγκαλιά της γιαγιάς της έχει βρεθεί!
Τώρα και οι 3 μαζί, γάτος, γιαγιάκα και μικρή
γλέντι στήνουνε τρελό, με πολύ κέφι και χορό!
Ο λύκος από το παράθυρο τους κοιτάζει, αλλά δεν τους
πειράζει,
στο χορό θέλει να μπει κι αυτός, γιατί τελικά είναι καλός
!!!
4η Ιστορία
"Δύσκολο το Πάσχα.....αν είσαι αρνί!"
Μια φορά και έναν καιρό,
μπαίνοντας η άνοιξη, στο αγρόκτημα της κυρά Μαρίας όλα τα ζώα χαίρονταν τον
ερχομό της. Στο αγρόκτημα οι άνθρωποι βρίσκονταν σε αναβρασμό, κάνοντας
προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Η κοτούλα η Κοκό αναρωτιέται
γιατί υπάρχει τόση αναστάτωση! Ένα βράδυ
που είχε αυπνίες, κάνοντας βόλτες έξω από το σπίτι, άκουσε την κυρά Μαρία να
λέει: -«Δεν προλαβαίνω! Δεν προλαβαίνω! Πότε θα βάψουμε τα αυγά; Πότε
θ΄ασπρίσω; Και εσύ βρε Μήτσο, ακόμα να
ετοιμάσεις τη σούβλα για το αρνί!!!» Η Κοκό κατατρόμαξε! -«Τι; Σούβλα; Αρνί; Τον Παναγιώτη το αρνάκι
εννοούν; Κάτι πρέπει να κάνω!» Χωρίς να χάσει χρόνο, πάει και λέει τα μαντάτα
στον Παναγιωτάκη. -«Κινδυνεύω! Κινδυνεύω!», λέει έντρομος ο Παναγιωτάκης. -«Μην
φοβάσαι, κάτι θα σκεφτούμε!» Λέει ο Κοκό. -«Πρέπει να φύγω γρήγορα μακριά!» Ο
Παναγιωτάκης μαζεύει βιαστικά τα
απαραίτητα, παίρνει τη βαλιτσούλα του και όπου φύγει- φύγει! Η Κοκό, ο Λάκης ο
Κουνελάκης και ο Αλκιβιάδης ο γάιδαρος, απασχόλησαν το σκύλο για να μπορέσει να
δραπετεύσει ο Παναγιωτάκης. Περπατώντας
στο μεγάλο δάσος, μες στο σκοτάδι
αντικρίζει το Μικέ το Λύκο!
-«Πώς και τέτοια ώρα έξω
Παναγιωτάκη; Για πού το ΄βαλες ζουρμπουλούδικό μου;» -«Άστα Μικέ, με ετοιμάζουν
για σούβλα…. Προσπαθώ να σώσω το τομάρι μου, αλλά….δεν το βλέπω!!!!» -«Μην το
λες! Ήρθες στο κατάλληλο μέρος. Πάντα χρειαζόμουν ένα φίλο! Νομίζω πως, τώρα
που αποφάσισα να γίνω χορτοφάγος, μπορούμε να ζήσουμε εμείς καλά κι οι άλλοι καλύτερα!!»
5η Ιστορία
ΤΟ ΚΑΡΟΤΟΣΟΚΟΛΑΤΑΚΙ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ
Μια φορά κι
έναν καιρό, σ’ ένα βασίλειο μακρινό, ζούσε ένας βασιλιάς που αγαπούσε πολύ το
κυνήγι. Για το σκοπό αυτό, είχε πολλά σκυλιά, τα οποία φρόντιζε ιδιαίτερα. Το
μεγάλο του καμάρι ήταν το τελευταίο του απόκτημα, σπουδαίας ράτσας, που
πρόσφατα του χάρισε ένας φίλος κυνηγός. Ήταν σίγουρος ότι θα γινόταν το
καλύτερο. Ο Άρης, όπως το ονόμασε, ήταν ένα μικρό κουταβάκι μπεζ με καφέ
βούλες, έξυπνο βλέμμα, παιχνιδιάρικο και πολύ φιλικό.
Ο κυνηγός
άρχισε να εκπαιδεύει τον Άρη. Την πρώτη μέρα του πέταξε ένα κόκαλο. Το έπιασε
στον αέρα. Χάρηκε ο κυνηγός και αισθάνθηκε υπερηφάνεια. Την επόμενη φορά έκρυψε
λαγοπόδαρα στον απέραντο κήπο, ο Άρης τα ξετρύπωσε όλα. Τελειώνοντας τη βασική
εκπαίδευση, ήρθε η ώρα για πραγματικό κυνήγι.
Πρωί πρωί
βρέθηκε στο δάσος με τον κυνηγό και τα άλλα σκυλιά. Η καλή του όσφρηση τον
οδήγησε σε μια λαγοφωλιά. Απέναντί του αντίκρισε ένα όμορφο πλασματάκι, που του
κουνούσε τα μεγάλα αυτιά του και τον κοίταζε έκπληκτο με τα αθώα μάτια. Ήταν
ένα μικρό γκρι λαγουδάκι.
Βλέποντας ο
Άρης αυτή τη γλυκιά μορφή έχασε τη φωνή του.
- Καλημέρα,
του είπε ο λαγός, καλώς ήρθες στη φωλιά μου.
- Δε νομίζω
ότι ήρθα για καλό.
- Γιατί
ήρθες, λοιπόν;
- Ήρθα να σε
πιάσω και να σε οδηγήσω στο αφεντικό μου.
- Κι αυτός
τι θα με κάνει;
- Λαγό
στιφάδο!
- Έλα να σε
κεράσω ένα καροτοσοκολατάκι.
Ο Άρης δεν
μπορούσε να αρνηθεί σ’ αυτήν την τόσο φιλική πρόσκληση. Τι νόστιμο ήταν το
καροτοσοκολατάκι. Ήταν φτιαγμένο με πολλή αγάπη κι όποιος το έτρωγε πλημμύριζε
γλυκά συναισθήματα. Σκέφτηκε τότε ο Άρης: Αυτό το λαγουδάκι είναι τόσο όμορφο,
με κάλεσε να παίξουμε μαζί, με κέρασε από το φαγητό του. Με τι καρδιά θα
μπορούσα να του επιτεθώ;
Ξαφνικά, απ’
έξω ακούστηκαν πυροβολισμοί. ‘ΟΧΙ ΌΧΙ
δεν θα πρόδιδε τον καινούργιο του φίλο. Τον αγκάλιασε σφιχτά μέχρι που τα άλλα
σκυλιά κι ο κυνηγός απομακρύνθηκαν. Ο Άρης επέλεξε να μείνει με το νέο του φίλο
και να φτιάχνουν καροτοσοκολατάκια. Απ’ αυτά δοκίμασαν όλα τα ζωάκια του δάσους
και σε λίγο καιρό σ’ αυτό το δάσος κανείς δεν έκανε κακό σε κανέναν και ούτε
εμφανίστηκε ποτέ ξανά κυνηγός. Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
ΘΕΜΑ: ΦΙΛΙΑ
ΗΡΩΕΣ: ΣΚΥΛΟΣ, ΛΑΓΟΣ, ΚΥΝΗΓΟΣ
6η Ιστορία
Ο
ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά
τα χρόνια υπήρχε ένα πολύ όμορφο βασίλειο κι εκεί ένα πανέμορφο παλάτι. Στην
άκρη αυτού του παλατιού ήταν ένα μικρό και φτωχικό σπίτι. Ήταν το σπίτι ενός
ιπποκόμου του βασιλιά που η δουλειά του ήταν να φροντίζει τα άλογά του. Ο ιπποκόμος
αυτός ήταν ένας δυνατός και όμορφος νέος που το όνομά του ήταν Πυγμαλίων. Ο
βασιλιάς είχε μια μικρή κόρη που ήταν κι αυτή τόσο όμορφη που η ομορφιά της
ήταν ξακουστή ως τα πέρατα της γης. Το όνομά της ήταν Άννα και η καρδιά της
γεμάτη καλοσύνη και αγάπη. Τα γενέθλια
της Άννας πλησίαζαν και ο βασιλιάς ρώτησε την κόρη του ποιο δώρο ήθελε για τα
γενέθλιά της. -Ένα
άσπρο άλογο πατέρα μου. Θέλω τόσο πολύ να μάθω ιππασία, απάντησε η Άννα.
- Η επιθυμία σου διαταγή κόρη μου, είπε
ο βασιλιάς. Έτσι
κι έγινε. Το βράδυ των γενεθλίων της ο βασιλιάς χάρισε στην Άννα ένα κάτασπρο
άλογο σαν το χιόνι. Ο Πυγμαλίων, ο όμορφος νέος που φρόντιζε τα άλογα του
βασιλείου, έφερε το άλογο μπροστά στη βασιλοπούλα. Όταν αντίκρισε τη
βασιλοπούλα θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Ήταν τόσο όμορφη, όσο έλεγαν. Η Άννα έδωσε το όνομα «Καλλονή» στο άλογό της
και δεν έβλεπε τη στιγμή κάθε μέρα να πηγαίνει βόλτα μαζί του.
Ο καιρός περνούσε και η Άννα μεγάλωνε. Ο
βασιλιάς πίστευε ότι είχε έρθει η ώρα να παντρευτεί η κόρη του. Έτσι κάλεσε
όλους τους νέους του βασιλείου σε χορό στο παλάτι για να επιλέξει γαμπρό για την κόρη του. «Τον
πιο όμορφο, τον πιο δυνατό και τον πιο πλούσιο», όπως έλεγε ο βασιλιάς. Όταν το
άκουσε ο Πυγμαλίων μια μικρή επιθυμία γεννήθηκε μέσα του. Να πάει κι αυτός στο
χορό, να δει την Άννα, να θαυμάσει την ομορφιά της και να ζητήσει από τον
βασιλιά να την παντρευτεί. Αλλά πως θα γινόταν αυτό; Πίστευε πως ήταν όμορφος
και δυνατός αλλά ήταν φτωχός!
-Θα πάω σκέφτηκε. Θα πάω και θα τα
καταφέρω! Μου φτάνει που θα αντικρίσω και πάλι την ομορφιά της. Το
επόμενο απόγευμα όλοι οι νέοι του παλατιού παρουσιάστηκαν μπροστά στο βασιλιά. Μαζί
τους και ο Πυγμαλίων, όμορφος και χαμογελαστός. Όταν τον είδε ο βασιλιάς αναγνώρισε
πως ήταν ο ιπποκόμος του. Οργισμένος φώναξε:
-Ποιος επέτρεψε σε αυτόν τον ιπποκόμο να
φτάσει ως εδώ για να μου ζητήσει να παντρευτεί την κόρη μου; Βγάλτε τον αμέσως έξω.
-Βασιλιά μου, του είπε ο Πυγμαλίων.
Μπορεί να είμαι ιπποκόμος και φτωχός, αλλά είμαι δυνατός και η καρδιά μου μπορεί
να αγαπήσει την κόρη σας. Ο βασιλιάς κοκκίνισε από το θυμό του. Ξαφνικά
ακούστηκε η φωνή της Άννας:
-Πατέρα μου σε παρακαλώ, αφού ο
Πυγμαλίων ήρθε ως εδώ σημαίνει πως είναι γενναίος. Άφησέ τον να μας το αποδείξει. Ο
βασιλιάς που αγαπούσε την κόρη του δεν της χάλασε το χατίρι. Απευθυνόμενος στον
Πυγμαλίωνα του είπε:
-Πρέπει να καταφέρεις να ολοκληρώσεις
τρεις άθλους: Ο πρώτος είναι να πάρεις
το χρυσό δαχτυλίδι που φυλά ο πράσινος δράκος στη σκοτεινή σπηλιά του μεγάλου
βουνού. Ο δεύτερος να περάσεις στην απέναντι όχθη του ποταμού και να φέρεις
στην Άννα το μοναδικό σμαραγδένιο νούφαρο που υπάρχει εκεί και ο τρίτος να σκαρφαλώσεις στην κορυφή του στοιχειωμένου
κάστρου για να πάρεις το θησαυρό από τον πανούργο μάγο που κατοικεί εκεί. Αν τα
καταφέρεις θα σου δώσω την κόρη μου για γυναίκα σου.
Ο Πυγμαλίων ξεκίνησε το δρόμο του για τη
σκοτεινή σπηλιά και το χρυσό δαχτυλίδι. Σκεφτόταν πως θα τα κατάφερνε. Καθώς περπατούσε ξαφνικά μπροστά του
εμφανίστηκαν τρεις νεράιδες.
- Μη φοβάσαι γενναίο μου παιδί, του είπε
η πρώτη νεράιδα με τα γαλάζια φτερά. Θα σε βοηθήσουμε εμείς. Η καθεμιά μας θα
σου χαρίσει ένα δώρο. Μόνο πρόσεχε να το χρησιμοποιήσεις σωστά. Εγώ θα σου χαρίσω μια σιδερένια στολή, ένα
σπαθί και μια ασπίδα για να νικήσεις το δράκο. Έτσι
κι έγινε. Ο Πυγμαλίων που ήταν τόσο γενναίος φόρεσε τα δώρα της γαλάζιας νεράιδας,
όρμησε μέσα στη σπηλιά, πήρε το χρυσό δαχτυλίδι και σκότωσε το δράκο.
Είχε φτάσει η ώρα για το δεύτερο άθλο
όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μοβ φτερά. Πυγμαλίωνα,
του είπε για να κολυμπήσεις στα νερά του ορμητικού ποταμού θα σε μεταμορφώσω σε
ένα μικρό ψάρι με κοφτερά δόντια. Έτσι θα κόψεις το σμαραγδένιο νούφαρο και θα
το προσφέρεις στη βασιλοπούλα. -Σας
ευχαριστώ καλές μου νεράιδες, τα δώρα
σας βοηθάνε τη γενναία μου καρδιά, ευχαρίστησε ο Πυγμαλίωνας και τη δεύτερη
νεράιδα. Εκείνη χαμογέλασε και τον μεταμόρφωσε σε ψάρι. Ο Πυγμαλίωνας κολύμπησε
και έφτασε ως το νούφαρο και αφού το έκοψε με τα κοφτερά του δόντια, το έβγαλε
στην όχθη του ποταμού. Τέλος
έφτασε η ώρα του τρίτου Άθλου. Πώς ο Πυγμαλίων θα έφτανε στην κορυφή του πανύψηλου
στοιχειωμένου κάστρου για να πάρει το θησαυρό από το πανούργο μάγο. Θα τον
βοηθούσε η τρίτη νεράιδα. Εκείνη με τα κόκκινα φτερά.
-Πυγμαλίωνα, το δικό μου δώρο θα σε
βοηθήσει να φτάσεις στην κορυφή του κάστρου. Τότε ένα φτερωτό άλογο εμφανίστηκε
μπροστά του τόσο όμορφο και δυνατό. Ο Πυγμαλίων ανέβηκε στη ράχη του και πέταξε
ως την κορυφή του στοιχειωμένου κάστρου την ώρα που ο μάγος κοιμόταν. Άρπαξε το θησαυρό και πέταξε προς το μέρος του
βασιλείου. Είχε έρθει η ώρα να εμφανιστεί μπροστά στο βασιλιά για να του δείξει
το χρυσό δαχτυλίδι, το σπάνιο σμαραγδένιο νούφαρο και το κουτί με τον πολύτιμο
θησαυρό.
Έτσι κι έγινε. Όταν ο βασιλιάς τον είδε
δεν πίστευε στα μάτια του.
-Βασιλιά μου, αφήνω εδώ στα πόδια σας τα
πολύτιμα δώρα για την κόρη σας και ελπίζω να απέδειξα αν είμαι γενναίος και
αξίζω να παντρευτώ τη βασιλοπούλα.
-Πυγμαλίων είσαι πραγματικά γενναίος!!!
Με τη δυνατή σου καρδιά απέδειξες τι αξίζεις. Μπορείς να παντρευτείς την Άννα
και να σε έχω δίπλα μου για πάντα.
Και
έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.
Εξώφυλλα από τις ιστορίες των υπολοίπων ομάδων
Άστρος 30 Μαρτίου 2017
Η εισηγήτρια κ. Τσούτσουβα Μαρία
Χωρισμός σε ομάδες
Εργασία σε ομάδες
Παρουσίαση των ομάδων
Οι ιστορίες που δημιούργησαν οι ομάδες
1η Ιστορία
" Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ ΑΛΙΚΗΣ"
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα παλάτι πολύ μακριά από εδώ, ζούσε η πριγκίπισσα Αλίκη με τους γονείς της.
Ζούσαν όλοι χαρούμενα και ευτυχισμένα στο παλάτι, η μικρή Αλίκη μεγάλωνε και έφτασε ο καιρός που έπρεπε να παντρευτεί. Έτσι ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα διοργάνωσαν έναν χορό. Έστειλαν προσκλήσεις σε όλα τα παλάτια για να βρουν τον πιο κατάλληλο για την κόρη τους. Το Σάββατο το βράδυ η αυλή του παλατιού γέμισε από όμορφα πριγκιπόπουλα.
Η Αλίκη όμως, ήταν πολύ στενοχωρημένη γιατί αγαπούσε τον όμορφο κηπουρό του παλατιού, που φρόντιζε τα λουλούδια, που τόσο αγαπούσε. Εκείνο το βράδυ η Αλίκη αποφάσισε να φύγει από το παλάτι, για να ζήσει μαζί του. Αυτό όμως, ήταν πολύ δύσκολο γιατί υπήρχαν παντού φρουροί. Καθώς έκλαιγε στο δωμάτιό της, την άκουσε ο αγαπημένος της και έψαχνε τρόπο να την βοηθήσει. Άρχισε να της τραγουδά και ξαφνικά τα λουλούδια τραγουδούσαν μαζί του και έμπλεξαν με τα φύλλα τους μια μαγική σκάλα, που την βοήθησε να κατέβει από το δωμάτιό της στον κήπο. Ύστερα πήραν την άμαξα του παλατιού και έφυγαν για πολύ μακριά.
Παντρεύτηκαν, έζησαν ευτυχισμένοι και έκαναν πολλά παιδία. Μετά από χρόνια ο Βασιλιάς με την Βασίλισσα συγχώρεσαν την κόρη τους και την δέχτηκαν πίσω στο παλάτι. Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
2η Ιστορία
"ΠΑΡΑΜΥΘΟΣΑΛΑΤΑ"
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό βασίλειο ζούσε μια όμορφη κοπέλα η Χιονάτη. Η μητέρα της είχε πεθάνει και ο πατέρας της παντρεύτηκε μια κακιά μητριά. Η Χιονάτη μεγαλώνοντας έγινε πολλή όμορφη. Η μητριά της θέλοντας να απαλλαγεί από αυτήν διέταξε έναν έμπιστο κυνηγό, να την αφήσει στο δάσος. Ο κυνηγός με κάποιο τέχνασμα την εγκατέλειψε κι έφυγε. Η Χιονάτη χωρίς να χάσει το θάρρος της άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος.
Κάποια στιγμή είδε μια μητέρα να κρατά στα χέρια της δυο παιδιά. Περπατούσαν πολύ προσεκτικά, δίπλα στους θάμνους, σα να κρύβονταν. Φαίνονταν τρομαγμένοι, τα ρούχα τους ήταν σκισμένα, στα μάτια τους φαινόταν η απόγνωση. Τους ζήτησε τη βοήθειά τους.
- Δυστυχώς δε μπορούμε να σε πάρουμε μαζί μας, γιατί στη χώρα που θέλουμε να πάμε δε μας δέχονται και μας διώχνουν. Όπως βλέπεις δε μπορούμε να σου προσφέρουμε ούτε τροφή.
- Ο καθένας, λοιπόν, ας ακολουθήσει το δρόμο του.
Συνέχισε την περιπλάνηση της στο δάσος μέχρι που η νύχτα το σκέπασε με το μαύρο της πέπλο.
Ξαφνικά, την ηρεμία της νύχτας, τάραξαν οι κραυγές ενός κοριτσιού που καλούσε σε βοήθεια. Είδε να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος της η Κοκκινοσκουφίτσα.
- Τι σου συμβαίνει; Γιατί είσαι αναστατωμένη;
- Με κυνηγάει ο κακός λύκος. Τα δόντια του είναι πραγματικά τεράστια και πολύ κοφτερά.
Γκρρρρρρρρ………
- Εσύ αλήθεια Χιονάτη γιατί περιτριγυρίζεις τέτοια ώρα στο δάσος;
- Με εγκατέλειψε εδώ, όπως γνωρίζεις, ο κυνηγός.
- Τι κάνουμε τώρα;
- Ας αφήσουμε τα λόγια κι ας τρέξουμε πριν μας φτάσει ο λύκος.
Άρχισαν, λοιπόν, να περπατούν γρήγορα μέσα στη νύχτα μέχρι τη στιγμή που είδαν ένα φως. Το ακολούθησαν κι έφτασαν έξω από την πόρτα ενός επιβλητικού κάστρου. Ανάσαναν ανακουφισμένες. Η μια είχε ξεφύγει από το κακό λύκο και η άλλη από την κακιά μητριά.
Εκεί καθόταν η Πεντάμορφη κι έπαιρνε το πρωινό της. Χάρηκαν που είδαν η μία την άλλη, είχαν καιρό να τα πουν.
- Σε βλέπουμε πολύ προβληματισμένη, τι σου συμβαίνει;
- Ο πατέρας μου, έφυγε για να μου φέρει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και δεν επέστρεψε. Πολύ φοβάμαι ότι κάτι κακό του συμβαίνει.
- Θα σε βοηθήσουμε εμείς. Θα καλέσουμε την Πριγκίπισσα Σίφουνα και τον παπουτσωμένο γάτο.
- Μα πως θα γίνει αυτό;
- Η Πριγκίπισσα Σίφουνας είναι πολύ δυνατή. Μπορεί να νικήσει με το σπαθί της τους πάντες. Από την άλλη ο Παπουτσωμένος γάτος θα μας δανείσει τις μπότες του που τρέχουν γρήγορα.
Οι δύο κοπέλες είπαν τις μαγικές λέξεις κι αμέσως μετά κατέφθασαν οι βοηθοί τους.
- Τι θα θέλατε από εμάς;
- Να βοηθήσετε την Πεντάμορφη να βρει τον μπαμπά της.
Μετά από πολλές περιπέτειες ….. μπλα, μπλα, μπλα, μπλα……. επέστρεψαν έχοντας μαζί τους τον πατέρα της Πεντάμορφης.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.
3η Ιστορία
Μια φορά κι έναν καιρό,
σ’ ένα μακρινό δάσος ζούσε ένα κοριτσάκι, η Χαρά με την οικογένειά του. Μια
μέρα η γιαγιά του παιδιού αρρώστησε και οι γονείς του πήγαν να την βοηθήσουν, αλλά
δεν μπορούσαν να πάρουν τη Χαρά μαζί τους. Της είπαν λοιπόν να μην απομακρυνθεί
καθόλου από το σπίτι, γιατί το δάσος είναι επικίνδυνο.
Ενώ η Χαρά έπαιζε, άκουσε
ένα χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε αλλά δεν είδε κανέναν.
-Ποιός μου χτυπάει; Είπε.
Παρατηρεί λίγο καλύτερα και βλέπει μια μικρή νεραϊδούλα.
-Εδώ κάτω είμαι. Δε με
βλέπεις;
-Ποιά είσαι;
-Είμαι η ηλιοστάλακτη, η
μικρή νεράιδα του δάσους.
-Και πώς βρέθηκες εδώ;
-Ήρθα να ζητήσω τη
βοήθειά σου γιατί έχω ένα πρόβλημα. Τις τελευταίες ημέρες ήμουν λίγο άτακτη και
η μητέρα μου, η μεγάλη νεράιδα του δάσους, μου ανέθεσε να μαζέψω τριάντα
μενεξεδιά κρινάκια του δράκου για τη μεγάλη γιορτή των νεραϊδών του δάσους.
-Κι εγώ πώς μπορώ να
βοηθήσω;
-Θα ήθελα να έρθεις μαζί
μου γιατί αυτά τα κρινάκια φυτρώνουν έξω από τη σπηλιά που ζει ο δράκος και αν
πάω μόνη μου δε θα τα καταφέρω.
Η Χαρά αποφάσισε να
βοηθήσει τη μικρή Ηλιοστάλακτη γιατί της υποσχέθηκε ότι θα μπορεί και η ίδια να
μαζέψει μερικά από τα σπάνια αυτά κρινάκια για να τα κάνει δώρο στη μαμά της.
Η Χαρά λοιπόν μαζί με την
Ηλιοστάλακτη ξεκίνησαν για τη σπηλιά του δράκου. Στο δρόμο περπάτησαν αρκετή
ώρα ώσπου συνάντησαν ένα πρόβατο που περπατούσε αργά.
-Για πού το βάλατε εσείς
οι δύο;
-Πάμε στη σπηλιά του
δράκου να μαζέψουμε μενεξεδιά κρινάκια.
-Δε θέλω να σας
στεναχωρήσω, αλλά από εκεί έρχομαι. Έφαγα μια ντουζίνα από αυτά και με πονάει η
κοιλιά. Δε νομίζω να έχουν μείνει αρκετά.
-Μα καλά και ο δράκος;
-Ο δράκος εκείνη την ώρα
κοιμόταν βαριά και ευτυχώς γιατί αν με έπαιρνε χαμπάρι θα με είχε κάνει
σουβλιστό.
-Πω, πω, Συμφορά! Τώρα τί
θα κάνουμε;
-Εγώ λέω να πάμε και ίσως
βρούμε μια λύση είπε η Χαρά. Προχώρησαν, προχώρησαν και μετά από λίγο βρέθηκαν
στη σπηλιά του δράκου. Δεν πρόλαβαν να φθάσουν κοντά όταν ξέσπασε μια φοβερή
καταιγίδα. Ο θόρυβος από τις βροντές και τις αστραπές ξύπνησαν το δράκο. Η
Ηλιοστάλακτη και η Χαρά έτρεμαν όχι μόνο από το κρύο αλλά και από το φόβο τους.
Μόλις ο δράκος είδε τα αγαπημένα του κρινάκια να λείπουν και μπροστά του την
Ηλιοστάλακτη και τη Χαρά…
-Μια χαρά νιώθω σήμερα!
Μα πού πήγαν τα κρινάκια μου;
Τότε ήταν που στη Χαρά
ήρθε μια ιδέα…
-Δεν ξέρεις ότι αυτά τα
κρινάκια σε όποιον τα μυρίζει φέρνουν ύπνο;
-Δεν το είχα ακούσει ποτέ
μου! Εσείς τα κόψατε;
-Ναι, αλλά χρειαζόμαστε
μερικά ακόμα για τη μεγάλη γιορτή των νεραϊδών του δάσους.
-Ελάτε μαζί μου, θα σας
βοηθήσω εγώ. Υπάρχουν μερικά ακόμα στη λίμνη πίσω από τη σπηλιά. Θα σας πάω
αμέσως εκεί, αρκεί να μου υποσχεθείτε ότι θα έρθω και εγώ μαζί σας στη μεγάλη
γιορτή των νεραϊδών.
Έτσι και έκαναν. Η γιορτή
των νεραϊδών του δάσους ήταν η πιο όμορφη που είχε γίνει ποτέ.
Όταν οι γονείς της Χαράς γύρισαν στο σπίτι βρήκαν
ένα βάζο γεμάτο με μενεξεδιά κρινάκια. Η μαμά της Χαράς ποτέ δεν πίστεψε πώς
βρέθηκαν εκεί τα κρινάκια. Της αρκούσε που είδε το κοριτσάκι της να κοιμάται με
ένα κρινάκι στο χέρι ευτυχισμένη.
4η Ιστορία
Τα περιβολούδια στο σχολειό της
κυρα-αλεπούς
Στου παππού το περιβόλι
που το αγαπούνε όλοι
είναι μια κολοκυθιά
πλάι-
πλάι στη ροδιά
κάνει πέντε κολοκύθια στρογγυλά,
θα τα δώσω του παππού
να τα πάει στην αλεπού.
Έτσι γίνεται. Έτσι γινόταν χρόνια τώρα στο περιβόλι του
παππού. Δίπλα- δίπλα η κολοκυθιά με τη
ροδιά. Αχώριστες το πρωί, τσακωμένες
το βράδυ.
Πουρνό-πουρνό η κολοκυθιά στόλιζε τα
κολοκύθια της .Πώς; Τα έλουζε, τα
χτένιζε, τους φορούσε τα καθαρά τους κιτρινοπράσινα φουστανάκια και τα έστελνε
σχολειό με το κάρο του παππού.
Το ίδιο έκανε και η ροδιά. Τα έλουζε,
τα χτένιζε, τους φορούσε τα κόκκινα φουστανάκια τους και τα έστελνε σχολειό με
το κάρο του παππού.
Πολλά μαθητούδια εκεί, πολλά
περιβολούδια και δασκάλα μία, η αλεπού
δασκάλα. Με τα ματογυάλια της και
τη φρεσκοβουρτσισμένη ουρά της.
-Πόσα πόδια έχει η κυρά
σαρανταποδαρούσα; ρωτούσε η δασκάλα.
-Σαλάντα, έλεγαν τα κολοκυθάκια, τρρριάντα τρρρία, έλεγαν τα ροδάκια.
-Πόσες ώρες έχει η μέρα; ρωτούσε η δασκάλα.
-Είκοσι τέσσερις, έλεγαν τα κολοκυθάκια, τρρριάντα τρρρία, έλεγαν τα ροδάκια.
Αυτά
και μ’αυτά η κυρά- αλεπού η δασκάλα αγανάκτησε με τα ροδάκια. Δεν τα ήθελε στο σχολειό της. Τα έστειλε πίσω
στο περιβόλι να μείνουν αγράμματα.
Έτσι το επόμενο πρωί το κάρο του
παππού έφυγε χωρίς τα ροδάκια.
Κάτι τα κλάματα που έκαναν τα ροδάκια,
κάτι τα πειράγματα της κολοκυθιάς ήρθε η
κυρά- ροδιά και φούντωσε από το κακό
της. Μια και δυό πάει στο σχολειό.
Βρίσκει την κυρά -αλεπού να χωρίζει
δύο γαϊδουριών άχυρο.
-Το και το κυρά- δασκάλα. Κλάμα και κακό.
-Το και το κυρά - ροδιά, κούφιο το
νιονιό.
-Τι να κάνω για να μάθουν ότι ένα και ένα κάνουν δύο;
ρωτά η ροδιά.
-Δώσε τους τις γνώσεις «Βοτάνι
Μαγικό».
Από εκείνη την ημέρα η ροδιά έψαχνε να
το βρει. Ψάξε δω, ψάξε κει, δε βρήκε
τίποτα. Σκόνταψε όμως πάνω στον παππού που καθόταν στον ίσκιο μιας
πορτοκαλιάς και διάβαζε το «Φωτεινό
Περιβολογνώ-στη».
-Σιγά
κυρά- ροδιά, δε βλέπεις μπροστά
σου;
-Άσε με καλέ παππού έχω και εγώ
τη στενοχώρια μου. Μέρες ψάχνω να βρω
τις γνώσεις το « Μαγικό Βοτάνι», για να ποτίσω τα ροδάκια μου και να γίνουν έξυπνα. Μάταιος κόπος ,δε βρίσκω τίποτα.
-Μα πώς να το βρεις εδώ και εκεί,
αφού το έχω εγώ καλά κρυμμένο μέσα στο μεγάλο βιβλίο μου. Μη νοιάζεσαι ροδιά
και με μια επίσκεψη που θα σας κάνω το
απόγευμα θα γίνουν τα ροδάκια σου φωστήρες. Έτσι ο παππούς
επισκέφτηκε τη ροδιά το απόγευμα και διάβασε στα ροδάκια όλο το μεγάλο βιβλίο του «Φωτεινού
Περιβολογνώστη». Χρειάστηκαν
όλη τη νύχτα για να τελειώσουν το διάβασμα.
Ύστερα έκλεψε κρυφά και λίγο
πράσινο από τα κολοκυθάκια και στόλισε
τα φουστανάκια των ροδιών. Πρωί-πρωί
ετοιμάστηκαν όλοι για το σχολειό.
Στην τάξη τα ροδάκια παρά την κούραση
και την αϋπνία τους, απαντούσαν σωστά σε
όλες τις ερωτήσεις της κυρά- δασκάλας.
Ξαφνικά είχαν γίνει έξυπνα αλλά πολύ
έξυπνα . Τόσο έξυπνα που η κυρά -δασκάλα τα μπέρδευε πια με τα κολοκυθάκια.
Και αν δε το πιστεύετε ρωτήστε τα ότι θέλετε.
Εξώφυλλο της ιστορίας της 5ης ομάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου